Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Το μυστικό του Lakeville (μέρος δεύτερο)

Κεφάλαιο 2

Λίγες στιγμές αργότερα, μια παρέα τριών παιδιών, που είχαν μαζευτεί δύο δωμάτια παραδίπλα και άκουσαν τις φωνές, έσπευσαν να δουν τι συμβαίνει. Βρήκαν τους δύο φίλους τρομοκρατημένους. Ο ένας από αυτούς πήρε το λόγο:


-Τι συμβαίνει; Εσείς φωνάζετε;
-Ήταν εκεί, για ένα δευτερόλεπτο και μετά εξαφανίστηκε. Νόμιζα ότι ερχόταν κατά πάνω μας. Αποκρίθηκε ο Νικ, δείχνοντας τον πίνακα.
-Και τι ακριβώς ήταν αυτό;
-Έμοιζα με σκιά, αλλά όχι ανθρώπινη. Τουλάχιστον όχι φυσικολογικού ανθρώπου.
-Καταλαβαίνεις πώς ακούγονται αυτά που λες; Ίσως και να είδατε κάτι, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτό που περιγράφεις. Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε.
-Δεν περιμένω να με πιστέψεις. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να έχεις και δίκιο. Ήταν κουραστικό το ταξίδι μέχρι εδώ και δεν έχω κοιμηθεί παρά ελάχιστα, χθες βράδυ. Παρεμπιπτόντως, είμαι ο Νικ κι από εδώ ο φίλος μου ο Τομ.
-Εμένα με λένε Πάτρικ και αυτοί είναι ο Τζέισον και ο Χένρι. Καθόμαστε στον κοιτώνα μου και συζητάμε. Αν θέλετε, μπορείτε να έρθετε κι εσείς, να γνωριστούμε καλύτερα και να ηρεμήσετε λίγο.
-Ακούγεται καλή ιδέα, Νικ. Ας πάμε και κάνουμε εκείνη τη βόλτα κάποια άλλη φορά. Είπε ο Τομ.

Όταν μαζεύτηκαν στο δωμάτιο, και μετά τις πρώτες συστάσεις, άρχισαν να συζητάνε για το κολλέγιο και την ιστορία του. Ο μόνος από την παρέα που γνώριζε αρκετά, ήταν ο Χένρι. Στο σχολείο που φοιτούσε πριν, τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν, για τα παραπάνω κιλά του και το ύψος του. Εδώ, όμως, οι υπόλοιποι έδειχναν να μην τους απασχολούν αυτά, ούτε και τα πολλά σπυριά που είχε στο πρόσωπο. Στο Χένρι άρεσε πολύ να διαβάζει ιστορίες, που στον περισσότερο κόσμο θα φάνταζαν παραμύθια για παιδιά. Αυτός ήταν κι ο λόγος που είχε μάθει τόσα για το Λέικβιλ. Κάποια ήταν αλήθεια και κάποια έμοιαζαν με φανταστικές ιστορίες τρόμου.


«Δεν έχετε ακούσει για την ιστορία του Λέικβιλ;», τους είπε με φανερή την έκπληξη στο πρόσωπό του. Οι άλλοι κούνησαν αρνητικά το κεφάλι.Βλέποντας την απορία στο βλέμμα τους, πήρε θάρρος και συνέχισε. «Είχα διαβάσει γι’αυτό σε κάποια βιβλία, που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη της πόλης μου. Σύμφωνα με τα βιβλία αυτά, κάποτε όλη αυτή η περιοχή ήταν μια μεγάλη λίμνη κι από εκεί λέγεται ότι πήρε και το όνομά της η πόλη. Πολλά χρόνια πριν, ίσως να έχουν περάσει κι αιώνες από τότε, η στάθμη ου νερού άρχισε να υποχωρεί, με τόσο γρήγορο ρυθμό, που είχε σαν αποτέλεσμα σε λίγες μόνο μέρες ολόκληρη η λίμνη, να έχει εξαφανιστεί. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα μαγείας και πως η λίμνη ήταν πύλη, που επέτρεπε σε πλάσματα άλλων κόσμων, να εισέλθουν στο δικό μας. Οι πρώτοι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, γνώριζαν την τέχνη της σκοτεινής μαγείας και βρήκαν τον τρόπο να φυλακίσουν όσα είχαν ξεμείνει στον κόσμο μας. Το πού και το πώς δεν το γνωρίζει κανείς.»



Όσο μιλούσε ο Χένρι, ο μόνος που παρακολουθούσε με πολλή προσοχή, ήταν ο Τομ. Είχε ακούσει κι αυτός παρόμοιες ιστορίες από τη γιαγιά του, όταν ήταν πολύ μικρός, αλλά τώρα ήταν όλα μπερδεμένα στο μυαλό του. Οι υπόλοιποι έμοιαζαν λιγότερο προσηλωμένοι στα λεγόμενα του Χένρι. «Μετά τι έγινε; Τι ήταν αυτά τα πλάσματα;» ρώτησε ο Νικ. «Δεν ξέρω παιδιά. Τα περισσότερα δεν τα θυμάμαι κιόλας. Ίσως και κάποια από αυτά που σας είπα να μην τα έγραφαν έτσι ακριβώς τα βιβλία. Άλλωστε, πάνε πολλά χρόνια από τότε που τα διάβασα και αρκετά τα έχω τα έχω ξεχάσει.»

Η ώρα είχε περάσει και τα παιδιά αποφάσισαν να πάνε για ύπνο. Το πρωί θα έπρεπε να σηκωθούν νωρίς για να παρευρεθούν στο καλωσόρισμα από τον διευθυντή και στη συνέχεια θα ξεκινούσαν τα μαθήματα. Καληνύχτισαν λοιπόν τον Πάτρικ και έφυγαν. Κανείς τους, όμως, δε φάνηκε να έχει προσέξει δυο κόκκινα μάτια στο τζάμι του παραθύρου, που τόση ώρα ήταν καρφωμένα πάνω τους και τους παρακολουθούσαν.

Καθώς ξημέρωνε, το κολλέγιο άρχισε να αποκτά και πάλι ζωή. Οι υπάλληλοι ετοίμαζαν τις αίθουσες για τα μαθήματα, η τραπεζαρία ήταν ήδη έτοιμη, να υποδεχθεί τους φοιτητές και το διδακτικό προσωπικό για το πρώτο πρωινό της καινούριας ακαδημαϊκής χρονιάς και τα παιδιά μαζεύονταν σιγά σιγά στον προαύλιο χώρο για την καθιερωμένη ομιλία του διευθυντή.

Όσο περίμενε να ξεκινήσει η τελετή υποδοχής, ο Τομ παρατηρούσε το χώρο γύρω του. Του έκανε μεγάλη εντύπωση το μέγεθος του κήπου, στον οποίο βρισκόταν το προαύλιο, καθώς και το πόσο προσεκτικά περιποιημένος ήταν. Το γρασίδι ήταν φρεσκοκουρεμένο και τριγύρω βρίσκονταν φυτεμένες σπάνιες ποικιλίες λουλουδιών και φυτών. Απλώνοντας το βλέμμα του προς τη δεξιά πλευρά του κολλεγίου, που οδηγούσε στο δάσος, παρατήρησε πως το μονοπάτι που οδηγούσε εκεί, έμοιαζε απεριποίητο, σα να ήταν εντελώς παρατημένο.


Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο διευθυντής, στην ειδικά διαμορφωμένη εξέδρα που υπήρχε για τις εκδηλώσεις του κολλεγίου. Φορούσε ένα ατσαλάκωτο, ακριβό κουστούμι, τα μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα και το πρόσωπό του φρεσκοξυρισμένο, εκτός από το χαρακτηριστικό του μουστάκι. Ήταν ένας επιβλητικός άνθρωπος που, από την αυστηρή έκφραση του προσώπου του, έδειχνε να κρύβει πολλά μυστικά.Χαιρέτησε τους φοιτητές αλλά, πριν καλά καλά προλάβει να ξεκινήσει το λόγο του, ένας άνδρας από το προσωπικό, τον πλησίασε με βιαστικά βήματα, φανερά ανήσυχος και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Το πρόσωπο του διευθυντή πάγωσε για μερικά δευτερόλεπτα κι όλοι κατάλαβαν ότι αυτό που του μετέφερε ο άντρας ήταν κάτι σοβαρό.

Πριν ξαναμιλήσει ο διευθυντής, ο Τομ παρατήρησε μια φευγαλέα ένδειξη ευχαρίστησης, στο βλέμμα του. Τόσο φευγαλέα, που πίστεψε πως έκανε λάθος. Και τότε άκουσαν από τα χείλη του τα δυσάρεστα νέα. Ο Πάτρικ είχε βρεθεί νεκρός στο κρεβάτι του.


Συνεχίζεται...



                                                          by Eddie D.

2 σχόλια:

  1. polu mou aresei opws ekselisetai!!! perimenoume k ti sunexeia!! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστούμε πολύ.Υπομονή για τη συνέχεια... η έμπνευση δεν προγραμματίζεται!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

 

Blogger news

Blogroll

About